ακροστασία

ακροστασία
η (Γυμναστ.)
στάση, κατά την οποία το σώμα ανυψώνεται με αργό ρυθμό στηριζόμενο στα δάχτυλα τών ποδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο- (Ι) + στάσις < ίστημι «στέκομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ακροστασία — η γυμναστική άσκηση κατά την οποία το σώμα υψώνεται σιγά, ενώ στηρίζεται στα δάχτυλα των ποδιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ημιόκλαση — η (γυμναστ.) κάμψη τών γονάτων από την ακροστασία, ώσπου να σχηματιστεί ορθή γωνία από τον μηρό και την κνήμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + όκλαση (< οκλάζω «κάθομαι στα γόνατα, κάμπτω τα γόνατα»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”